- ψυχοδιαγνωστικός
- η , ό[ν] психотехнический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψυχοδιαγνωστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην διάγνωση τών ψυχικών χαρακτηριστικών ενός ατόμου 2. το θηλ. ως ουσ. βλ. ψυχοδιαγνωστική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + διαγνωστικός (< διαγιγνώσκω). Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. psychodiagnostique] … Dictionary of Greek
ψυχοδιαγνωστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διάγνωση των ψυχικών ικανοτήτων. 2. το θηλ. ως ουσ., ψυχοδιαγνωστική δηλώνει τον κλάδο της ψυχολογίας που ερευνά τις ψυχικές ικανότητες του παιδιού με σκοπό να βρεθεί το κατάλληλο γι αυτό επάγγελμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek
ψυχοδιαγνωστική — η, Ν (ψυχολ.) η μελέτη τής προσωπικότητας βάσει τής συμπεριφοράς και τών επιδόσεων σε ψυχολογικές δοκιμασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού επιθ. ψυχοδιαγνωστικός] … Dictionary of Greek
ψυχοπρογνωστικός — ή, ό, Ν ψυχοδιαγνωστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχ(ο) * + προγνωστικός] … Dictionary of Greek